- κακκάβιον
- κακκάβιον, τὸ (AM)μσν.κακκάβι*αρχ.υποκορ. τού κακκάβη (Ι).[ΕΤΥΜΟΛ. < κακκάβη (Ι) + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. καλάθ-ιον, πόδ-ιον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακκάβιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακκαβίῳ — κακκάβιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακκάβια — κακκάβιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακκάβι — το (Μ κακκάβιον και κακκάβι Α κακκάβη και κακάβη, κάκκαβος και κάκαβος, ή, κακκάβιον και κακάβιον, τὸ) χάλκινο ή ορειχάλκινο μεγάλο σκεύος, καζάνι νεοελλ. 1. φρ. «πούλησα και το κακκάβι μου» τά πούλησα όλα, δεν μού απέμεινε τίποτε 2. παροιμ.… … Dictionary of Greek
κακκάβι' — κακκάβια , κακκάβιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)